- κωθωνισμός
- κωθωνισμόςtipplingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωθωνισμός — κωθωνισμός, ὁ (Α) [κωθωνίζω] μεθύσι … Dictionary of Greek
κωθωνισμοῖς — κωθωνισμός tippling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμοῦ — κωθωνισμός tippling masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωθωνισμῶν — κωθωνισμός tippling masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)